Στην κυρίαρχη γλώσσα σημαίνει «κάνω κάποιον να χάσει το σφρίγος, την ζωντάνια του». Ετυμολογείται από το «κατσί», από το «κάττα», από το ιταλικό «gatta», που είναι η «γάτα», όπως και το αγγλικό «cat».

Τα εξωσλανγκικά λεξικά, όμως, δεν μας λένε ότι στην μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων χρησιμοποιούμε το ρήμα για την καταπόνηση του πέους από τον υπερβολικό αυνανισμό και γενικότερα περιεργασία του.

- Νικολάκη, πάλι με τον σωλήνα ασχολείσαι, θα τον κατσιάσεις!
- Ωχ, η μάνα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified