Τρελαίνομαι, σαλτάρω, με μαζεύουν για τρελάδικο.

Άσε φίλε, τον Τάκη τον χώρισε η δικιά του από το τηλέφωνο. Πριν ένα μήνα μπήκε φαντάρος. Δεν κόβω να την παλεύει το παλληκάρι, θα βαρέσει μπιραλάχ ή θα πάει να φουντάρει.

Δες και βαράω διάλυση, βαράω μπιέλα. Ακόμη: βαράω, μπιρ αλλάχ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Έχει καμία προέλευση από μουσουλμανική θρησκεία;

#2
johntikis

κραυγή απόγνωσης απο νεαρή μουσουλμάνα που βρίσκεται σε οίστρο. πχ μπιραλαχ-μπιραλαχ φωνάζουν οι σκλαβες μεσα απ τα χαρεμια του μαχαραγιά -Στελάρας