Εκτιμώ, νομίζω, πιστεύω, προβλέπω. Στις φράσεις (την/το) κόβω να γίνεται κάτι (πιστεύω ότι θα γίνει κάτι, παράδειγμα 1), τον/την/το κόβω να κάνει κάτι (πιστεύω ότι αυτός/-ή/-ό θα κάνει κάτι, παράδειγμα 2).

Συνώνυμο: βλέπω

Συνάντηση την Κυριακή...
- [...] C U all there (I hope)...
- Τι I hope ρε μεγάλε; Θα έρθεις, γιατί την κόβω να είμαστε τα δυό μας... σαν πιτσουνάκια!

από φόρουμ

[...] μας τέλειωσε η βασιλόπιτα του Τερκενλή και η γαβάθα με το προφιτερόλ της Αναστασίας... Δηλαδή, και να είχε μείνει λίγο, την Αναστασία δεν την κόβω να το μοιράζεται ;-Ρ

από φόρουμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified