Στρίβω το τιμόνι.

- Κόψε κόψε κόψε κόψε… ΟΠΑ! Ίσιωσε τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοκρίνω (προέρχεται από κυριολεκτική χρήση, αφού επί αναλογικού κινηματογράφου η λογοκρισία γινότανε με το ψαλίδι), απαγορεύω τη δημοσίευση, εκτοπίζω από τα ΜΜΕ.

  1. Για πρώτη φορά το αποκαλυπτικό dvd της Λόλας Τραβιόλας με όλες τις κομμένες σκηνές.

  2. Το ντοκιμαντέρ κόπηκε από τη ΝΕΤ και μπορείτε να το δείτε στο ίντερνετ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαθμολογώ κάτω από τη βάση σε εξετάσεις, διαγωνισμό κ.ο.κ., απορρίπτω.

Φοιτητής κομμένος, καθηγητής σφαγμένος (αγωνιστικό φοιτητικό σύνθημα των 80ζ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν λέμε ότι κάποιος κόβει, εννοούμε ότι είναι αρκετά δραστήριος στον σεξουαλικό τομέα. Είναι δηλαδή κόφτης!

  1. Αυτή η κοπέλα δεν μου αρέσει καθόλου... Δεν θα έκοβα ποτέ μαζί της!

  2. Μισό, πάω να κόψω και έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχεδόν από και κλειστικά σε παρελθοντικούς χρόνους και μόνο στη Λευκάδα, δεικνύει άνδρα που τό 'χει χάσει, που δεν στέκει και καλά. Ενδέχεται να συνοδεύεται από το πέρα.

Αυτό το τελευταίο (που δεν έχει πιάσει νιού γιορκ τάιμς στα χέρια του) υποδεικνύει ότι η εξήγηση είναι ότι ο τύπος έχει σαλπάρει γι αλλού και το κόβω είναι όπως στο «κόβω λάσπη», ρήμα κίνησης σημαντικό, και όχι όπως στο κόβω άλυσο.

Παράρτημα προφοράς στο κάνε.

  1. - Ρε, το μάτ' τ' Μάκ' π' γυαλjίζ' τό-ειδες;
    - Τώρα το πήρες χαμπάρ' μωρε; Αυτός έχ' κόψ' πέρα...
    - Μπά γαμώ τον άη Γεράσ'μο...κι ήτανε καλό παιδί.

  2. (στη θέα κάποιου που κάνει ό,τι νά 'ναι)
    - Πάει αυτό, έκοψε.
    ή - Α, είναι κομμένο μπίτ' αυτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τους ήδη υπάρχοντες ορισμούς, έχω να προσθέσω και τους εξής:

  1. «Κόβω βόλτες» (οχούμενος ή μη): πάω κι έρχομαι ανυπομονώντας να γίνει αυτό που περιμένω (να παρκάρω, να βγει ο γιατρός από το δωμάτιο της άρρωστης μάνας, να περάσει η ώρα, να περάσει ο πόνος, η αϋπνία, κλπ)

  2. στην έκφραση «Κόφ' το» = πάψε!: παύω, σταματάω αυτό που λέω ή αυτό που κάνω.

  3. «Κόβει» η μαγιονέζα ή το αυγολέμονο: χαλάει, δεν δένει, το αυγό γίνεται κομματάκια και χωρίζουν τα συστατικά της.

  4. Αλλοιώνεται η έκφρασή μου επειδή είμαι άρρωστος

  5. «Κόβω την τράπουλα»: την χωρίζω στα 2 για να ξαναγίνει ένα μάτσο και να μοιράσει ο επόμενος

  6. Σταματάω την φιλία μου με κάποιον /-α (στο δημοτικό λέγαμε «Μμμμ, κόψε!» και δίναμε στη φίλη μας τον μέσο και τον δείκτη ενωμένους ώστε αυτή να πιστοποιήσει το τέλος της φιλίας χωρίζοντάς τους. Πιο πολύ για πλάκα.)

  7. Στην έκφραση «μου κόβει»: είμαι έξυπνος, παίρνει στροφές το μυαλό μου.

Επιπροσθέτως βλ. και κομμένος 1 και 2.
Σα να μη θυμάμαι τώρα κάτι άλλο. Το λανσάρω λοιπόν -για να μη μείνει στο πρόχειρο κανα δεκάμηνο- και, όποιος έχει κάτι να προσθέσει, ιζ βέλκαμ.

  1. Πενήντα λεπτά έκοβα βόλτες μες τη νύχτα σε όλη τη γειτονιά να βρω να παρκάρω, γαμώ τα έργα μου γαμώ!

  2. Για δεν το κόβεις πια ρε μεγάλε, αρχίζει και κουράζει σου λέω!

  3. «Χτύπα τα πόδια σου Κινέζα
    για να μην κόψ' η μαγιονέζα»
    (από την «Λιλιπούπολη», και μετά σου λέει ότι οι αριστεροί δεν είναι ρατσιστές)

  4. Βάλε μπόλικο διορθωτικό σήμερα γιατί έχεις κόψει πολύ, τόσες μέρες άρρωστη. (παραλλαγή = «είσαι πολύ κομμένη»)

  5. Κόψε ρε μαλάκα να τελειώνουμε, όλο το σταυρώνεις με το καλό το δαχτυλάκι!

  6. - Τώρα τελευταία δεν βλέπω συχνά τη Λίλιαν με την Λάουρα, τι παίζει;
    - Καλά δεν τά 'μαθες ότι έκοψαν από τότε που η Λάουρα έσκασε μύτη με το ίδιο φουστάνι;

  7. Από το παράδειγμα του λήμματος γκιούμι:
    - Μα πού έβαλες τα κλειδιά;
    - Κάτω απ' το πατάκι, σου είπα!
    - Για να τα βρει όποιος θέλει και να μπει σαν κύριος στο σπίτι; Τι γκιούμι! Καλά τόσο δεν σου κόβει;

Η προέλευση του "κόβω λάσπη". (από Cunning Linguist, 11/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτιμώ, νομίζω, πιστεύω, προβλέπω. Στις φράσεις (την/το) κόβω να γίνεται κάτι (πιστεύω ότι θα γίνει κάτι, παράδειγμα 1), τον/την/το κόβω να κάνει κάτι (πιστεύω ότι αυτός/-ή/-ό θα κάνει κάτι, παράδειγμα 2).

Συνώνυμο: βλέπω

Συνάντηση την Κυριακή...
- [...] C U all there (I hope)...
- Τι I hope ρε μεγάλε; Θα έρθεις, γιατί την κόβω να είμαστε τα δυό μας... σαν πιτσουνάκια!

από φόρουμ

[...] μας τέλειωσε η βασιλόπιτα του Τερκενλή και η γαβάθα με το προφιτερόλ της Αναστασίας... Δηλαδή, και να είχε μείνει λίγο, την Αναστασία δεν την κόβω να το μοιράζεται ;-Ρ

από φόρουμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατηρώ, κοιτάζω, βλέπω.

  1. Σκάμε παραλία να κόψουμε κίνηση;

  2. Δεν ξαναπάω για συνέντευξη ρε μαλάκα. Με το που μπαίνω στο γραφείο του τυπά, με κόβει απ' την κορφή ώς τα νύχια, σα γκόμενα ένιωσα. Παίζει βέβαια νά 'ταν και λούγκρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη μάγκικη διάλεκτο, το αραίωμα της κοκαΐνης με άλλη ουσία.

Τι μαλακίες είναι αυτές ρε! Ποιος έκοψε την κοκαΐνα μου με χάρπικ;

Δες και κόψιμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified