Καταστρέφω ολοσχερώς αυτοκίνητο ή άλλο όχημα με με μετωπική σύγκρουση. Προέρχεται προφανώς από το χαρακτηριστικό σχήμα που παίρνει το όχημα, το οποίο μοιάζει με φυσαρμόνικα.

- Άσε ο Ζάχος, το 'χε δεν το 'χε ένα μήνα το αυτοκίνητο, το έκανε φυσαρμόνικα. Ήπιε λίγο παραπάνω και σε μια στροφή ξέχασε να στρίψει, έπεσε πάνω σε μια μάντρα.

(από Vrastaman, 27/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Μην έρθουν οι Μπίλιες και μας κάνουν μπίλιες.
Μπάρμπα Μπριλιος