Πρόκειται για την ιδιότητα ενός αμαρτωλού να μας εξάπτει την επιθυμία να το αποκτήσουμε και να το απολαύσουμε ερωτικά.

Οι πρωκτικά εγκρατείς και εν πολλοίς ψυχοσεξουαλικά ανικανοποίητες Γιαλόμες αποδίδουν το φαινόμενο στην libido (ηδονή, όπως την έχει ορίζει ο ανώμαλος Freud). Σφάλλουν όμως, καθώς το λιμπιντιάρα είναι εκ του λιμπίζομαι, που ετυμολογείται από το αρχαίο λιμβός (λαίμαργος).

- Πολύ λιμπιντιάρικο το παστάκι ρε συ. - Και που να δεις τη λιμπιντιάρα μιλφέιγ μαμά του...
- Φτου κύριε φυλακήν τω σπέρματί μου, οικογενειόρχης άνθρωπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Μήπως όμως υπάρχει κοινή ρίζα του λατινικού libo=δοκιμάζω, γεύομαι, και του αρχαιοελληνικού λιμβός; Θα στοιχημάτιζα υπέρ, είναι πανάρχαιες ινδοευρωπαϊκές ρίζες αυτά. Αν και το libido είναι από το libet=μου αρέσει. Αλλά νομίζω κάπου όλα αυτά συνδέονται ετυμολογικώς.

Πολύ καλό λήμμα!

#2
Vrastaman

Λώλ, λες η παπαριά μου αυτή να έχει ψήγματα επιστημονικά;;;

#3
GATZMAN

Καραμπόλεκ και Καραλώλεκ!!!

#4
xalikoutis

μ' αυτά που κυκλοφορούν, να μας λιμπιθεί ο Θεός