- Καταστρέφω, αχρηστεύω.
- Αποκαλύπτω πρόωρα.
- Τρελαίνομαι
- στον αόριστο μόνο: χρησιμοποιείται ως απειλή (συνώνυμα: τη γάμησες, την έβαψες, την έκατσες), που πιθανόν να βαστάει από τα χρόνια της Ιεράς Εξέτασης όταν έκαιγαν τις μάγισσες και τους κακοί στην πυρά...
Τό 'καψε ο πατέρας σου το αμάξι. Δεν τον άκουγες τι φασαρία έκανε για να το ξεπαρκάρει σήμερα το πρωί;
- ...και στο τέλος τον σκοτώνει και παντρεύονταιαιαιαι...
- Ε ρε μαλάκα, την έκαψες την ταινία, τι μου λες το τέλος της; Τι θα πάω να δω εγώ τώρα;- Είδες μια ξεκωλόγρια που τραγουδούσε σήμερα στους μπάτσους «κάτω στο γιαλό κάτω στο περιβόλι», «νεραντζούλα φουντωτή» κλπ;
- Α η κυρία Ειρήνη είναι αυτή. Τό 'χει κάψει τελείως, χρόνια τώρα.Κακομοίρα μου, μην του πεις κουβέντα απ 'όσα σού 'πα, κάηκες!
12 comments
Hank
Εμπεριστατωμένη ανάλυση!
Vrastaman
Το ξεκωλόγρια να αναρτηθεί πάραυτα και πάρε τ'άλλα!
GATZMAN
Σπεκαουα
iron
@βράστα:
μαστακιιειικιτά!!!
xalikoutis
άκουσα και αυτό κάπου στην tv (έννοια 2)
το κάψα το φόρεμα=..το φόρεσα σε κοσμική φάση, με είδανε να το φοράω, τέλος
έλεορ
Galadriel
Χαλικού αυτό έχει την έννοια του «καίω το καλό μου χαρτί», έχω άσσο στο μανίκι και του βάζω φωτιά και τον καίω. Και μετά δεν έχω.
allivegp
Τί είναι οι «μπιέλλες» στο «καίω μπιέλλες»;
poniroskylo
Χτυπάω μπιέλα και βαράω μπιέλα. Μπορεί και καίω
Jim Blondos
Πολύ καλό!
Να προσθέσω ότι το «καίω» λαμβάνει συχνά και την έννοια του «καταναλώνω».
π.χ.: - Πόσο ρεύμα έκαψες αυτό το δίμηνο;
(έχω ακούσει ακόμα και την ερώτηση «πόσο νερό έκαψες;» (!!!!))
vanias
κάπου είχα διαβάσει και το «έκαψα» σε αργκό φωτογράφων όπου- αν κατάλαβα καλά- αφορούσε σε αυτό το αφύσικο κάτασπρο χρώμα που παίρνει το πρόσωπο στις φωτογραφίες- με έξτρα φωτισμό ίσως- και το οποίο καλύπτει τις όποιες ατέλειες του δέρματος.
iron
σωστός. λέμε μια εικόνα «καμμένη» όταν τα φωτεινά της σημεία βγαίνουν άσπρα ή ξεθωριασμένα.
soulto