(αλλιώς = φλωροGAY)

Συνδυάζει την έννοια του φλώρου και του πούστη ώστε να γίνει πιο προσβλητικό. Ο αντιπαθητικός φλώρος, το μαμόθρεφτο, το «παιδί του μπαμπά», που συνήθως το παίζει και λεφτάς.

- Έτσι και μου ξαναμιλήσει αυτός ο φλωρόπουστας θα πέσουνε μπουκέτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

ακόμα καλύτερα ίσως: η φλωρόπουστα.

#2
GFMolec

Παίζει και ο τρεντοφλωρόπουστας, λίγο πιο βαριά περίπτωση...