«Τρώω» μια γκόμενα/ο στο πρωκτικό σεξ.

Από το αγγλικό anal, λατινιστί anus.

Παρομοίως: analύω, analώνω, κατanalίσκω, analυτική φιλοσοφία, κατanalωτική κοινωνία.

Μένιος: Κι είχα το δίλημμα: Να καταναλώσω την Λάουρα επιτόπου, ή να την πάρω για το σπίτι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified