«Τρώω» μια γκόμενα/ο στο πρωκτικό σεξ.
Από το αγγλικό anal, λατινιστί anus.
Παρομοίως: analύω, analώνω, κατanalίσκω, analυτική φιλοσοφία, κατanalωτική κοινωνία.
«Τρώω» μια γκόμενα/ο στο πρωκτικό σεξ.
Από το αγγλικό anal, λατινιστί anus.
Παρομοίως: analύω, analώνω, κατanalίσκω, analυτική φιλοσοφία, κατanalωτική κοινωνία.
Got a better definition? Add it!
0 comments