Ο διστακτικός, ο αμήχανος, αυτός που δεν είναι άνετος γενικά.
- Αφού βλέπεις ότι σε κοιτάει, πήγαινε να της μιλήσεις, μην είσαι κουμπωμένος!
Ο διστακτικός, ο αμήχανος, αυτός που δεν είναι άνετος γενικά.
- Αφού βλέπεις ότι σε κοιτάει, πήγαινε να της μιλήσεις, μην είσαι κουμπωμένος!
Να μην συγχέεται με το κουμπώνομαι
Got a better definition? Add it!
6 comments
Galadriel
Επίσης αυτός που χει πάρει τα κουμπιά του και είναι χάι.
xalikoutis
μια φορά κι έναν καιρό που δούλευα ντιτζέης σε μπιτσόμπαρο, σκάει και κάθεται στη μπάρα ένας πέτσακας 130 κιλά, θεριό (αντρούλα που λέμε κάτω), με ξεξουμπωμένο πουκάμισο τέρμα μέχρι κάτω, για να φαίνεται η μεγαλειώδης κοιλιά,τρίχα, καδένα κλπ Και αρχίζει και την πέφτει σε μια Αθηναία, της μιλούσε κάπως πρωτευουσιάνικα, όσο μπορούσε, και σε κάποια φάση της λέει...«μη με παραξηγείς που σου μίλησα έτσι αυτόρμητα, συνήθως είμαι κουμπωμένος....
xalikoutis
ξεξουμπωμένο...με αναδιπλασιασμό
Hank
Ίσως, Μες, αξίζει μια προσθήκη ορισμού αυτό που λες, δεν είμαι και σίγουρος...
poniroskylo
Οπωσδήποτε, mes ... χρειάζεται χωριστός ορισμός.
jesus
υπάρχει το ρήμα, οπότε το φιλοθεάμον κοινό ίσως να καλύπτεται:Ρ