SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition
  1. SLANG.gr
  2. Lemmas
  3. Definitions
  4. 1 definition for πατσοκοιλιάς
  5. definition #9538 for πατσοκοιλιάς

πατσοκοιλιάς

Ο χοντρός που έχει πατσοκοίλια και τα μοστράρει κιόλας.

Πού πας ρε, Καραμήτρο πατσοκοιλιά στην παραλία;

(από Khan, 23/09/10)

NOTE FROM THE MODERATORS TEAM

Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς

Got a better definition? Add it!

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ουσιαστικό
  • εμφάνιση
  • πάχος
  • περιγραφικά σώματος
  • ΦΟΡΤΙΣΗ: μειωτικό

Published 2009-02-12 09:01:48+00:00
Last modified 2015-06-11 20:06:57+00:00

Dirty Talking

Dirty Talking

  • 800
  • 243

0 comments

  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.