- γουστάρω τρελά
- κουράζομαι όσο δεν πάει
- πεινάω πολύ
- Γουστάρεις μπαρότσαρκα απόψε;
- Αφού με ξέρεις, ψοφάω για τέτοια!- Με ψόφησε το Λίλιαν χθες...
- Ουάου!
- Τι ουάου ρε μαλάκα, όλη μέρα βίδωνα κουρτινόξυλα στο καινούργιο της διαμέρισμα...- Ρε συ Μαρίκα, πάλι έρχομαι από τη δουλειά ψόφιος στην πείνα και μου λες ότι θα φάμε σαλατούλα ή γιαουρτάκι γιατί πρέπει να κόψουμε το βραδινό; Έλεος!
11 comments
Hank
Θεμελιώδες! Όπως λέει ο Αρκάς τα κοινά του σεξ και του θανάτου είναι:
1. Και τα δύο μπορούν να γίνουν παντού αλλά το συνηθέστερο είναι το κρεβάτι.
2. Και στα δύο βογγάς, όταν τελειώνεις.
3. Και στα δύο μετά είσαι πτώμα.
patsis
Κάποιος κριτικός κινηματογράφου, θυμάμαι, ξεχώριζε σαν παράδειγμα για το πολύ καλό σενάριο της ταινίας (Καμπανέλλης-Κακογιάννης) την εξής λεπτομέρεια (αντιγράφω από μνήμης):
Στην ερώτηση του Αλέκου (Αλέκος Αλεξανδράκης) στην Στέλλα (Μελίνα Μερκούρη) αν της άρεσε το πιάνο που της πήρε δώρο, αντί αυτή να αρχίσει τα «σ’ ευχαριστώ», «Αλέκο μου δεν έπρεπε», «μ’ αρέσει πολύ», γυρίζει με μάτια ορθάνοιχτα και έκφραση αυθόρμητη και λέει το αμίμητο, ταιριαστό στον χαρακτήρα που υποδυόταν, «ψοφάω!».
vikar
Να πούμε οτι μ' αυτήν τη σημασία («γουστάρω τρελά κάτι») η σύνταξη είναι ψοφάω για κάτι.
Επισκέπτης
to sex dn mborei na ginei opudipote exeis akousei kapion na ekane sx sti mesi px tis aristotelous ;
vikar
Έ, όλο και κάποιος θά 'χει κάνει. Ειδικά σε κοσμοσυνάξεις (βλέπε συλλαλητήρια, προεκλογικές μαζώξεις), άνετα.
HardcoreGR
- (Γκουχ, γκουχ)
- Ψόφα ρε πούστη, δύο ώρες βήχεις, μας ζάλισες.
Galadriel
Το ψόφα είναι κλασική, ντόμπρα και τίμια κατάρα, ναι για το βήχα αλλά και γενικώς.
Μια και ανέβηκε το παρόν, @gr εσύ πόσο κόσμο ξέρεις που πέθανε στη μέση της αριστοτέλους; (ρητορική η ερώτηση παίζει να μη ζει καν ο επισκέπτης gr μετά από τόσο χρόνο).
allivegp
Gal, ανέβασα μήδι.
aias.ath
Ἡ ἐτυμολογία τοῦ ψοφάω-ῶ νομίζω ἔχει ἐνδιαφέρον.
Ἀρχικῶς δὲν εἶναι ψοφάω, ἀλλὰ ψοφέω, πρᾶγμα ποὺ τὸ κάνει λίγο σλὰνγκ μὲ τὴ μία.
Ψοφέω σημαίνει παράγω ψόφον, καὶ ψόφος εἶναι κατὰ κυριολεξίαν κάθε ἀπεριοδκὸς ἦχος, πχ κρότος, τρίξιμο, γδοῦπος (ἢ δοῦπος), μεταφορικῶς δὲ κάθε ἦχος κενὸς πληροφορίας, σημασίας κλπ.
Στὸν Ἡσύχιο ὁ ψόφος ἀναφέρεται ὡς ψόθος (ἡ ἐναλλαγὴ χειλεοφώνου μὲ ὀδοντικὸ εἶναι φαινόμενο ἀρκετὰ συχνό, πχ βιβάρι-διβάρι).
Τὸ ψοφέω κατέληξε νὰ σημαίνῃ τὸν θάνατο ζώου (πλὴν ἀνθρώπου) λόγῳ τοῦ ἤχου ποὺ παράγεται κατὰ τὴν πτῶσι τοῦ νεκροῦ σώματος στὸ ἔδαφος, ποὺ εἶναι ἀπεριοδικός, μή μουσικὸς ἦχος=γδοῦπος=ψόφος, πχ τὸ μουλάρι ψόφησε=τὸ μουλάρι παρήγαγε (πέφτοντας) ἕνα ἀπεριοδικὸ ἦχο, ἐκ τοῦ ὁποίου συνάγεται ὅτι ἀπεβίωσε (κατὰ πᾶσα πιθανότητα).
Ἀπὸ ἐδῶ καὶ μετὰ ἀρχίζει ἡ παρετυμολογία ἢ καλλίτερα ἡ διολίσθησι τῆς ἐννοίας, πχ ψοφάλογο, ψοφίμι (ὁ νοῦς πηγαίνει περισσότερο σὲ ὀσμὴ σήψεως παρὰ σὲ ἀπεριοντὶκ ἦχο) εἶμαι ψόφιος ἀπὸ κόπωσι (εἶδος ἀναδρομικοῦ προληπτικοῦ κατηγορουμένου ἐπὶ ἀνθρώπου), ψόφησα στὸν ὕπνο (κανεὶς δὲν πέφτει γιὰ ὕπνο ἀπὸ ψηλά, ὥστε νὰ παραχθῇ ψόφος), κάνω τὸν ψόφιο κοριὸ (ὁ κοριὸς δὲν μπορεῖ νὰ παραγάγῃ ψόφο πέφτοντας) κλπ.
Χάος!!!
Galadriel
Ωραίος!!! Ψόφα λοιπόν θα πει, πέσε κάτω κάνε έναν γδούπο και άσε μας να συνεχίσουμε τη ζωή μας χωρίς τους ήχους σου, κολλάει και του χαρκόρ το σχόλιο για τους βήχες περισσότερο από ό,τι νόμιζα - το θέμα είναι η ησυχία!
dryhammer
Να προσθέσω στο σχόλιο του aias.ath και τον απαρχαιωμένο όρο ψοφοδεής για τον πολύ φοβητσιάρη - που ακούει ένα πάφ! και σκιάζεται.