(γίνομαι)
Γίνομαι μούσκεμα, γίνομαι λούτσα. Βρέχομαι πολύ, ως το κόκκαλο.
Και εκεί που είχα βγει όλο χαρά με το κοντομάνικο και χωρίς ομπρέλα, πιάνει μια μπόρα και έγινα παπί.
βλ. και τσουπλί
Got a better definition? Add it!
Published 2007-03-15 14:48:52+00:00 Last modified 2015-05-09 19:50:36+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
0 comments