SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition
  1. SLANG.gr
  2. Lemmas
  3. Definitions
  4. 1 definition for πουτσοχώραφο
  5. definition #990 for πουτσοχώραφο

πουτσοχώραφο

Συνώνυμο του αρχιδόκαμπος.

Το μέρος που είναι γεμάτο άντρες.

- Τι λέει το πάρτυ;
- Άστα, πουτσοχώραφο...

NOTE FROM THE MODERATORS TEAM

Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.

Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.

Got a better definition? Add it!

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: λεξιπλασία
  • πρόστυχο
  • ΦΟΡΤΙΣΗ: σεξιστικό
  • χαρακτηρισμός τόπου

Published 2007-04-27 14:51:39+00:00
Last modified 2012-01-01 12:20:42+00:00

sogart

sogart

  • 17
  • 0

0 comments

  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.