Λήμμα της αρχαιοελληνικής γλώσσας, που ετυμολογκά σημαίνει "ο φέρον το πυρ", δηλαδή αυτός που κουβαλάει την φωτιά.

Ένα σατυρικό δράμα του Αισχύλου που δεν σώζεται στις μέρες μας είναι το "Προμηθεύς πυρφόρος"


Πυρφόρος λεγόταν ο ιερέας στον στρατό τών Λακεδαιμονίων ο οποίος είχε ως έργο του τη διατήρηση τής φωτιάς που προοριζόταν για θυσία, η οποία δεν έπρεπε να σβήσει ποτέ.

Στην νεοελληνική, το λήμμα μόνο ως βρισιά μπορεί να χρησιμοποιηθεί αφού συνειρμικά μας οδηγεί στο μονοπατι

  • αυτός που φέρει το πύρ
  • αυτός που κουβαλάει το φως
  • αυτός που κρατάει το φανάρι
  • ο μαλάκας

Θέλετε να μάθετε ποιοί κατάστρεψαν την Ελλάδα; Οι πυρφόροι κατάστρεψαν την Ελλάδα.

Δημήτρης πορνομετανάστης (βλ. video κάτω)

λεζάντα video

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified