Το παρ-μπριζ εις την βλαχοελληνικήν. Πρωτοειπώθηκε στο ΜΑΠΑ show.

- Άσε, μου έσπασε το μπαμπρίζ από το χαλάζι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο με εξακριβωμένη την (λάθος) σεξουαλική του ταυτότητα, που ωστόσο δεν τον καταλαβαίνουν οι άλλοι πέρα από τους γνωστούς του.

- Αυτός ο φίλος σου πρέπει νά' χει πάρει πολλές, ε;
- Μπα,είναι αξιόπουστος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified