Η ιδιαίτερα αυξημένη κατανάλωση φαγητών, το υπερβολικό τσιμπούσι.

Στο τραπέζι που μας έκανε η Στέλλα υπήρχε και του πουλιού το γάλα, φάγαμε τον άμπακο, κάναμε πρωτοφαγιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για να εκφράσουμε μεγάλη κούραση που δεν αφήνει περιθώρια για άλλες ενέργειες.

- Πάμε σινεμά απόψε;
- Α, πα, πα, όλο το πρωι έκανα δουλειές και τώρα έχω πάθει κολάπσους καταχάμους και το μόνο που θέλω είναι το κρεβάτι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομάδα συναδέλφων (θηλυκού γένους) που συμπεριφέρονται σαν «κόμησες» και δεν καταδέχονται να κάνουν δουλειές που θεωρούν υποδεέστερες (π.χ. να σερβίρουν έναν καφέ σε έναν επισκέπτη).

- Η Μαρία φώναξε την καφετέρια να φέρει έναν καφέ στον κ. ...., βλέπεις αυτή είναι μέλος της κομησιόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified