Από τον συνδυασμό χυδαίο και χλιδή.

  1. Bλάχος νεόπλουτος που ζει μέσα σε υπερβολική, κιτσάτη πολυτέλεια.
  2. Πανάκριβο και κιτσάτο αντικείμενο.
  1. - Είδες σπίτι ο κυρ Μπάμπης;! Κέρδισε το Λόττο, κι έβαλε χρυσούς μπιντέδες και πισίνα με συντριβάνια! Άσε, πολύ χλιδαίος ο τύπος!

  2. - Μα τώρα, σοβαρά σκέφτεσαι να δώσεις 3000 ευρώ γι' αυτή την ρόδο-μπορντώ-κοκκινί γούνα με την χρυσή φόδρα! Είναι τόσο χλιδαία, έλεος!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καληνύχτα μαζί με τη νύστα, συνήθως λέγεται μαζί με χασμουρητό.

- Πώπωωω, είμαι χώμα, πάω να την πέσω για ύπνο.
- Άντε... καληνύυυστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καληνύχτα μαζί με την νύστα, συνήθως λέγεται μαζί με χασμουρητό.

- Πωπωωω, είμαι χώμα, πάω να την πέσω για ύπνο. - Άντε... καληνύυυυυστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified