Το πολύ λεπτό, αέρινο ρούχο, που προσιδιάζει σε καλοκαιρινή ενδυμασία.

Λαρισαϊκή έκφραση που παραπέμπει ίσως ακουστικά στο τσίτσιδος.

- Πού πας παιδούλι μ' Γενάρη μήνα με το τσιτσιπλί; Θα μου αρρωστήσεις...
- Άσε με ρε μάνα με τις υστερίες σου πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει την αδυναμία κάποιου, μεγάλου συχνά σε ηλικία ανθρώπου, να περπατήσει. Η παραγωγή του παραπέμπει στο κούτσα κούτσα, με διπλασιασμό της καταληκτικής συλλαβής και μετατροπή του ψιλού συμφώνου κ σε γκ για εμφαντικούς λόγους.

Συνώνυμο: κουτσαίνοντας.

- Και καθώς πήγαινε, γκούτσατσα γκούτσατσα η γριά στην εκκλησία, παραπατάει και... πάρ' την κάτω!
- Εμ, ο γέρος ή από πέσιμο θα πάει ή από χέσιμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιμπάω, τρυπάω. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πιο οξεία αίσθηση του τσιμπήματος, από βελόνι ή μάλλινο ρούχο.

Μεταφορικά: παρακινώ.

  1. - Δεν σε τζουνάει αυτή η μπλούζα; μάλλινο με τέτοιον ζεστό καιρό...
    - Α, εγώ είμαι ευχαριστημένη μόνο με τους 40οC!

  2. - Ρε μαμά, τζούνα τον Αντώνη να βρει καμία δουλειά, και μας έχει ζαλίσει τα αρχίδια όλη μέρα μες στο σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να μην χαλάσω τη ζαχαρένια μου, να μην στεναχωρεθώ. Το ρήμα αναφέρεται σε καλομαθημένα συνήθως παιδιά ή συζύγους που οι δικοί τους συμπεριφέρονται υπερπροστατευτικά, ώστε να μην χαλαστούν με την καμία.

- Γυναίκα, γιατί πήρες καινούρια παιχνίδια πάλι στο παιδί; Αφού έχουμε ξεμείνει αυτό το μήνα.
- Αφού φώναζε και σκουλήκιαζε έξω από τα Jumbo, τι να κάνω η χριστιανή...
- Ναι, εσύ το ίδιο βιολί, μην τυχόν και τσατσαθεί ο γιόκας σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαλέγω κάτι με μεγάλη λεπτομέρεια, δίνοντας τόση σημασία ωσάν να επέλεγα γαμπρό. Λέγεται στη Λάρισα.

- Το πιάνο μας, παρότι δεν είναι κάποια γνωστή μάρκα, το γαμπροδιάλεξε ο πατέρας σας. Έχει τον ήχο ενός kawai και το έπιπλο είναι εξαιρετικής ποιότητας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ατημέλητος, ο σβαρνιάρης, αυτός που δεν δίνει σημασία στην εξωτερική του εμφάνιση. Λαρισαϊκή λέξη.

Σημασία πρέπει να δώσουμε στην προφορά της λέξης: το σ με sh και το ι σχεδόν δεν ακούγεται, καθώς λέγεται ενοποιημένο με το α.

- Α, ρε σιάτρα! Βάλε παιδάκι μου τη φανέλα σου μέσα από το παντελόνι, να γίνεις άνθρωπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοράω τα καινούρια μου ρούχα με ανυπομονησία, αμέσως μόλις τα πάρω, χωρίς να κόψω καν την ετικέτα. Συμβαίνει συνήθως με τα παιδιά που πήραν το δώρο της νονάς και λέγεται στη Λάρισα.

- Τη ρόκωσες την καινούρια σου μπλούζα ακόμα δεν την πήρες; Δεν πρόλαβα καν να στην πλύνω και να τη σιδερώσω βρε παιδάκι μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified