Δεν τα καταφέρνω.

Πάει κάποιος να προλάβει το τρένο, αλλά η πόρτα κλείνει και μένει απ' έξω. Αυτός έφαγε άκυρο.

Δες ακόμη: άκυρο, ρίχνω άκυρο, και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified