Ο τυπάκος που ζει τον απόηχο των '90s καβαλώντας την αδάμαστη πάπια του με το μπροστινό τσουλούφι να κυματίζει. Piercing, φωσφοριζέ gadget, αλανιάρικη συμπεριφορά και τουπέ του δρόμου συνηθίζεται. Ο μπρακατσελάκος είναι φορέας σεξισμού και μερικές φορές μισογυνισμού. Είναι κάτι σαν καγκουρορέηβερ πριν αποκτήσει την οικονομική άνεση για να αγοράσει «κούρσα» ή πριν πάει φαντάρος για να ταξιδέψει, οπότε και μετρατρέπεται σε κάγκουρα με παρελθόν.

Αθάνατη μπρακατσέλικη ατάκα: «Άκου ρε φίλε, άκου πρωτοσέλιδο. Βρέθηκε λέει το χάπι για την πρόωρη εκσπερμάτωση... Είδηση είναι αυτή. Τι με νοιάζει εμένα ρε, που δεν τελειώνει η βλαμμένη; Εγώ έχω το πρόβλημα ή αυτή που θέλει να κουνιέται μια ώρα πάνω κάτω. Να πάρει αυτή χάπι να τελειώνουμε!»

(Βλέποντας μια συμμορία που κάνει βόλτα με μηχανάκια τύπου πάπια, τσουλούφια και φουλάρια στα γκάζια)

- Όπα, κάνουν παπιοπεριπέτειες τα μπρακατσέλια.

(από mafie, 16/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρόσωμη γυναίκα, ηλικίας 16-26, με εμφάνιση περισσότερο σεξουαλική παρά αισθητικά όμορφη. Ο ορισμός παίρνει και εξτένσιον για τις πιο ψηλές κατά τα εννοιολογικά γούστα του ομιλητή (αλλά και το μπόι του).

Αν και μικρόστηθα τα σκαστράκια αναπληρώνουν τη χαμένη σεξουαλικότητα του μπούστου με πισινό υψηλού κέρβατουρ και λυγερή μέση. Υπάρχουν ένα-δύο μαξ ανά γυναικεία παρέα και συνήθως ακολουθούν τις γενικότερες δυνάμεις συνοχής σε ζεύγη, ειδικά όταν κατευθύνονται προς το wc. Ανθίζουν το καλοκαίρι οπότε και βρίσκουν την ευκαιρία να τονίσουν τις λεπτομέρειες στις οποίες επικεντρώνεται ο αντρικός πληθυσμός.

Συνήθως αποτελούν κόρες των κατά τα '80s μανουλιών και είναι φυσικές κοινωνοί ενός μεγαλειώδους legacy.

Φαρμακερό σκαστράκι η μελαχρινή στο μπαρ.

Σκάστρα (από GATZMAN, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified