Ηλεκτρική οικιακή συσκευή που φτιάχνει κρύο στιγμιαίο καφέ, τον γνωστό φραπέ.

Φραπέ = γαλλικό δάνειο από την μετοχή παρακειμένου frappe' του ρήματος frapper, χαρακτηριστική ονομασία που έχει δώσει γάλλικη εταιρία στην κρύα μορφή του πασίγνωστου στιγμιαίου καφέ που παράγει και εξάγει σε όλο τον κόσμο.

Φραπεδάιζερ < φραπέ, εξελληνισμένος φραπές/φραπεδιά/φραπόγαλο (με μεγάλη περιεκτικότητα σε γάλα)

Παλιότερη γενικευμένη λέξη αναφερόμενη σε μηχάνημα γενικής χρήσης για ανάδευση και άλλων πόσιμων ή βρώσιμων ουσιών: μίξερ (δάνειο από το αγγλικό mixer)

- Ρε κοπέλα μου, περιμένω τόση ώρα το φραπέ. Πότε λες να το φέρεις;
- Σόρρυ, ρε μωρό μου, χάλασε το φραπεδάιζερ και τον έφτιαξα στο χέρι.

Κι αυτό φραπεδάιζερ είναι... (από Khan, 25/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση κατά την οποία το άτομο δεν έχει τίποτα σημαντικό για απασχόληση. Περίοδος που δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος ώστε το άτομο να είναι αναγκασμένο να διεκπεραιώσει κάποια συγκεκριμένη εργασία ή υποχρέωση.

— Τι κάνεις αυτή την περίοδο;
— Ε τίποτα, χαλαρουίτα...

(από jesus, 23/02/10)(από gaidouragathos, 23/02/10)

Δες και χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified