Στο στρατό, όταν υπηρετεί κάποιος με μια καλή ειδικότητα, είτε από βύσμα είτε από τύχη. Συνήθως αφορά τους γραφείς. Επίσης όταν κάποιος κάνει χαλαρές υπηρεσίες.

  1. - Είδες τον Γεωργίου το μπάζο; - Μια χαρά καβατζώθηκε στο πρώτο γραφείο!

  2. - Ο δόκιμος που βγάζει τις υπηρεσίες είναι ξάδερφος μου και με καβατζώνει κάθε φορά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεμπέλης φαντάρος, ο αργοκίνητος. Συνήθως εννοούμε τους γραφείς.

- Είδες τον Γεωργίου το μπάζο; - Μια χαρά καβατζώθηκε στο πρώτο γραφείο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιώτης που έχει υπηρετήσει περισσότερο από τους υπόλοιπους στη μονάδα. Κοντεύει να απολυθεί και τον σέβονται όλοι...

- Δε νομίζω να κάνεις κανένα λάθος και να βάλεις υπηρεσία τον Δημητρίου, θα σε σκίσει μετά! - Όχι ρε συ, με τον παμπάλαιο ούτε για πλάκα δε κάνω τέτοια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιώτης που έχει υπηρετήσει λίγους μήνες θητείας. Χρησιμοποιείται και σαν προσφώνηση από τους παλαιότερους στη μονάδα.

Νέος! Θα πήξεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος στρατιώτης στη μονάδα, κυρίως όταν πρόκειται για μηχανοκίνητο τάγμα, λόγω των ανάλογων αγγαρειών.

- Πού πας ρε γράσο! Από την άλλη πλευρά είναι ο λόχος συντήρησης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος φαντάρος στο λόχο.

Τι είπες ρε ποντικαρά που δε σου αρέσει το γερμανικό; Πάρε και μια αγγαρεία στην Καλλιόπη να ηρεμήσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.

Ρε πόντικα ακόμα δεν ήρθες στη μονάδα και θέλεις άδεια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νέος φαντάρος στη μονάδα.

Ήρθε η νέα ΕΣΣΟ και γέμισε ψάρια η μονάδα!

ΠΣάργια, πσάργια, φρέσκα. (από Galadriel, 23/02/09)

Δες και ψάριν στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη στρατιωτική αργκό, ο νέος φαντάρος στη μονάδα.

Έλα εδώ γιόκα μου! Εσύ από ποιο κέντρο είπες ότι ήρθες; Θα περάσεις καλά εδώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάποιος που μοιάζει καταπληκτικά με κάποιον άλλο με τον οποίο δεν έχει καμία συγγένεια.
  2. Το παιδί που έχει πάρει όλα τα χαρακτηριστικά ενός από τους 2 γονείς του και είναι σαν μικρογραφία του.
  1. - Την είδες την κοπέλα απέναντι; Φτυστή η Τζούλια Αλεξανδράτου είναι...

  2. - Ο γιος του Κώστα και της Χαράς είναι φτυστός ο πατέρας του. Ίδιο ύψος, ίδιο μαλλί, ίδιο χαρακτήρα, ίδιο πρόσωπο! Λες και τον κλωνοποίησαν τον Κώστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified