Η όχι ιδιαίτερα ευειδής γκόμενα.

Σλανγκασίστ: Μέγας Μανιτού.

Συνώνυμα:

ανήκει στον Κώδικα
άσπρα μούρα, μαύρα μούρα, είσαι μια παλιοχαμούρα
αχλαδομουνοπατσαβούρα
Βαμβακούλας, ο
Βώδη, Έφη
βούπα
γαλακτερό βόδι, το
γαλότσα
γαμήσι του ελέους, το
γκόμενα-γαρίδα
δεινόσαυρος
διπλοσάκουλο
ζάμπα
ζάρα
κλανιόλα
κλασοπαντιέρα
κορίτσι της συγγνώμης
λινάτσα, η/μωρή
μαούνα, η
μια χαρά χάλια
μουνόσκυλο
μουστάκι, το
μουτσούνα, η
μουφλόζα, η
μπαζάκα, η
μπαζάκι, το
μπαζάρεβιτς
μπαζοδέκανο
μπαζόλα
μπαζόλι, το
μπαζολιό, το
μπαζόμπαζο
μπαζούκας
μπάζω
μπαλότσα
μπατόζα, η
μπάχλα, η
μπουρούχα
μπόφα (η)
μποχλάδα
μπόχλα
μπράσκα
να μασάς σκατά και να φτύνεις!
να μασάς κουκιά και να φτύνεις!
ντόπερμαν
ντουέλφ
ξελόντζα, η
ξεπλένω, η
ξεψώλι, το
ξόμπλι
ούτε με ξένο πούτσο
παλιοχαμούρα, η
παρτιτούρα, η
πατζουρώ
πατόζα, η
πατόλα, η
πατσαβούρα
Πατσάνγκα
πατσόλα
πατσούρα
περιοδόβρακο
πεσκανδρίτσα, η
πίσω γορίλλα
πουτσομούρα
σαβούρα
σακαφιόρα
σαλούφα
σάμπαλο
σαύρα
σκραπ
σκυλί
σφόλι
ταγάρι, το
το τέρας ολέ
τρύπα
τσαμπατσούλα
τσιμούχα, η
τσιμπουκοζητιάνα, η
τσουράπω
φακλάνα
φέτα
φετόλα
φιλτρομπαζούκα
φλώμπα
φόλα
φρόκαλο
φώκια
χαμούρα
χλαμούτσα
android
gtb

Παρακαλώ συμπληρώστε τα κενά!

Όταν σε κοιτώ, το πουλί μου γίνεται μισό - μάλλον θα φταίει πως είσαι μπάζο. (από Galadriel, 30/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεμπέλης φαντάρος, ο αργοκίνητος. Συνήθως εννοούμε τους γραφείς.

- Είδες τον Γεωργίου το μπάζο; - Μια χαρά καβατζώθηκε στο πρώτο γραφείο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπανιότερη σημασία της κλασσικής, αλλά υπαρκτή. Συνώνυμο του ηλίθιος, πανίβλακας, άι-κιού ραδικιού και τα λοιπά συναφή.

Όταν αναφέρεται σε γυναίκα (της οποίας την εμφάνιση αγνοεί ο συνομιλητής) συχνά δημιουργεί σύγχυση, ακριβώς λόγω της στατιστικής σπανιότητας αυτής της σημασίας σε σχέση με την χαρακτηρίζουσα την εμφάνιση. Χαλαρό συνώνυμο σ' αυτήν την περίπτωση το χαζογκόμενα.

  1. - Πώς πήρε πτυχίο αυτός ρε συ; Όσο τον θυμάμαι ήταν εντελώς μπάζο. Έβαλε ξαφνικά μυαλό;

  2. σε μπαρ, τύπος πήγε να μιλήσει σε γυναικοπαρέα και γυρίζει πίσω στην αντροπαρέα του:
    - Γιατί δεν έκατσες με τα γκομενάκια ρε συ;
    - Η ξανθιά που μ' αρέσει εμένα είναι μπάζο μπίτι τελείως ρε συ. Πέντε λεπτά τώρα μου μίλαγε για μανικιούρ και άλλα δέκα πιο πριν για γκλίτερ. Άσε να πιούμε κάνα ξίδι να ψωλάρουμε λίγο καλύτερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γκόμενα, η πατσαβούρα. Λέμε και υπερμπάζο αλλά και τρίμπαζο.

- Καλά είναι σοβαρός ο Μιχάλης; Τα έφτιαξε με την Σούλα, το υπερμπάζο;

Μην τα πετάτε τα μπάζα στην είσοδο. Είπα. (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κουκλί, η θεάρα. Χαριτωμενίστικη φιλοφρόνηση θηλέων νέας κοπής που αποδομεί και ανατρέπει τον συμβατικό ορισμό του μπάζο. Φοριέται πολύ στα γυμνάσια / λύκεια καθώς και στα κοινωνικά δίκτυα.

'Ολα τα παρακάτω παραδείγματα από το ασκεφέμ.

1.
μπάζο μου ♥‎

2.
Οτι ωρα θελει το μπαζο μου :* χαχαχαχαχα :*‎ Κική Χ. <33333

3.
μπαζακι μπαζακι μπαζακι μπαζακι μπαζακι! Τι γλυκος ....

4.
φωτογραφια οπως εισαι τωρα μπαζακι<3
(σ.ς. επακολουθεί pic ευειδέστατου πιπινιού)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified