Τρόπος σπρωξίματος μοτοσυκλέτας που έχει «μείνει» στο δρόμο για οποιοδήποτε λόγο (βλάβη, τέλειωσε η βενζίνη κλπ). Απαιτούνται: ένας ικανός οδηγός και μια άλλη μοτοσυκλέτα.

Το «ποδαράκι» στο κάνει κάποιος άλλος μηχανόβιος με τη μηχανή του, η οποία φυσικά πρέπει να δουλεύει κανονικά. Αυτός πατάει με το πόδι του πάνω στο μαρσπιέ του συνεπιβάτη της μηχανής που έχει κωλώσει και την σπρώχνει με τη δύναμη της δικής του. Ο οδηγός που κάνει το ποδαράκι πρέπει να είναι αρκετά ικανός, να ξέρει από ισορροπία και να ανοίγει το γκάζι όσο πρέπει, ούτε πολύ ούτε λίγο. Αντίθετα ο οδηγός της μηχανής που κώλωσε απλά κάθεται επάνω κύριος και απλά οδηγά σαν να μη τρέχει τίποτα. Το «ποδαράκι» είναι δηλ. μέθοδος ρυμούλκησης -αν και ρυμούλκηση σημαίνει ότι αυτός που βάζει την ωστική δύναμη είναι από μπροστά και «σέρνει», ενώ εδώ αυτός που βάζει τη δύναμη βρίσκεται στα πλάγια του ωθούμενου και ελαφρώς πίσω.

- Έμεινα προχτές από βενζίνη στις 3 τα ξημερώματα στην εθνική και ήρθε και με γύρισε ο Μήτσος ποδαράκι μέχρι το σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια ειδική περίπτωση του σλανγκικού αυτού σχήματος θα βρείτε στο λήμμα λίγο πιο χαζός και πεθαίνεις. Εδώ θα αναφερθούμε γενικά (χωρίς πολύ ανάλυση, μη σας κουράσω τώρα πρώτη μέρα).

Πρώτα τα παραδείγματα :
[I]
- Και να σου πω, αυτός ο φίλος σου ο Γαβριήλ είναι γκέι;
- Όχι απλά γκέι, πιο γκέι πεθαίνει.

- Καλά ε, μεγάλος μαλάκας ο Αλέξανδρος, από τότε που χωρίσαμε μου στέλνει καθημερινά 460 sms και βάλε.
- Εγώ στα 'λεγα ότι είναι μαλάκας και δεν άκουγες. - Πιο μαλάκας πεθαίνει σου λέω...

- Για πάρε το σφίχτη εκεί που κορδώνεται.. Πιο σφίχτης δεν πάει, μετά πεθαίνει.
[/I]
Μιλάμε λοιπόν για κάποιον που έχει μια ιδιότητα σε υπερβολικό βαθμό. Τόσο που δεν πάει άλλο -η μόνη περίπτωση να πάει κι άλλο είναι και καλά να πεθάνει...

Εντός ορισμού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified