Ο Ινδο-Πακιστανο-Νεπαλεζο-Μπαγκλαντέζος. Συναντάται και σε αρσενικό και ουδέτερο γένος και η λέξη είναι αμετάβλητη στον πληθυντικό (ο/η/το/τα Dándiri).

  1. (σταματημένος σε κόκκινο φανάρι, στο συνοδηγό) - Έρχεται το ντάντιρι, έχεις ψιλά να μου κάνει τα τζάμια;

  2. Δεν πρόλαβα να πάω σε ανθοπωλείο να της πάρω λουλούδια, τα πήρα από ντάντιρι σε φανάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified