Ίγκλα είναι ένα λεπτό και μακρύ κομμάτι δέρματος που περνά κάτω από την κοιλιά του γαϊδουριού, προκειμένου να στερεώσει το σαμάρι στη ράχη του ζώου.
Μτφ.: ο ατημέλητος.
Ο Μήτσος γυρίζει ξεΐγκλωτος από 'δω κι από κει με τα πουκάμισά του έξω.
Ίγκλα είναι ένα λεπτό και μακρύ κομμάτι δέρματος που περνά κάτω από την κοιλιά του γαϊδουριού, προκειμένου να στερεώσει το σαμάρι στη ράχη του ζώου.
Μτφ.: ο ατημέλητος.
Ο Μήτσος γυρίζει ξεΐγκλωτος από 'δω κι από κει με τα πουκάμισά του έξω.
Got a better definition? Add it!