1. Μυγιάγγιχτος
  2. Συντηρητικός (=κλειστός-μαζεμένος)
  3. Τρομαγμένος (=χεσμένος)
  4. Φλώρος, φλούφλης
  1. - Πώς το έμαθε για την κοπάνα;
    - Θα το 'πε κανας φρικαρισμένος.

  2. Κοίτα τον φρικαρισμένο πώς κοιτάει!

  3. Ο φρικαρισμένος τα 'χει κλάσει από τότε που...

  4. - Κοίτα τον πάλι σαν φρικαρισμένος ντύθηκε πάλι!
    - Χαχα, ναι...

βλ. και φρικάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι δεν δουλεύει κανονικά, όπως πρέπει, ή χαλάει εύκολα! Δηλαδή κινεζιά κτλ.

- Ρε μαλάκα, πάω να ανοίξω το ψωροκινητό και μου έβγαζε αραβικά και φρίκαρα!
- Χαχα, είναι απ' τα καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified