Σκακιστική σλανγκ.

Αυτός που μένει στάσιμος στη μετριότητα. Ο έμπειρος μεν, αλλά ανεπίδεκτος μαθήσεως.

Από το γαλλικό mazette, άσχημο άλογο.

Άντε ρε καραμαζέτα, θα μάθεις σκάκι επιτέλους, ή να σε μαμήσω ν' ασπρίσεις!!

(από drunkard, 23/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μιλάει αργά, χωρίς να κουνάει τα χείλια του.

Καλός ο showman, αλλά τόσο αργά που μιλάει, μου κάνει για αργαστρίμυθος.

από το αργά + εγγαστρίμυθος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα η γλίτσω, με το λιγδιασμένο μαλλί και κουτσομπολιό κάργα.

Έλα μωρέ με την ωραία, που μυρίζει σαν σουβλάκι (κρεμμυδίλα), σιγά τη λαδόκοτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified