Μαλακοπιτουρίνιο: ο αρχιμαλάκας που έχει αναγάγει την μαλακία εις άθλημα / επιστήμη με άριστες επιδόσεις.

  1. Ποιος; Αυτός; Μεγάλος μαλακοπιτουρίνιο!

  2. Ρε τον μαλακοπιτουρίνιο, την έκανε πάλι!

βλ. και μαλακοπίτουρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος είναι πολύ βλάκας.

Ρε το κοπανιαμέντο, κοίτα τι έκανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζιποκόπανος: κλασσικός ορισμός νεοέλληνα (ελληνίδας) νεόπλουτου (νεόπλουτης) που, οδηγώντας το μεγαλύτερο τζιπ που υπάρχει, προσπαθεί να δείξει στους υπόλοιπους είναι ο καλύτερος /-η, αδιαφορώντας ή μην έχοντας ιδέα ότι: 1. Γίνεται ενοχλητικός /-ή γιατί δεν ξέρει να οδηγεί, 2. Γίνεται ενοχλητικός / -ή γιατί παρκάρει όπου να 'ναι (αφού έχει τζιπ θα καβαλήσει ακόμα και τα πιο ψηλά πεζοδρόμια) 3. Τον/την κοροϊδεύουν όλοι γιατί ίσα που φτάνει να δει πάνω από το τιμόνι.

Για κάποιον που μόλις πήρε τζίπ:
- Πάει και αυτός, έγινε τζιποκόπανος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified