Άσχετος, άμπαλος, πουθενατζής. Μετεξέλιξη του μυρωδιάς.

- Φίλε πρέπει να βρούμε έναν έβδομο παίκτη για τη μπάλα, να πω στον Κρις;
- Όχι ρε, τι λες τώρα, μπάλα είπαμε να παίξουμε. Αυτός είναι εντελώς μυρωδίκος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eκ του «too much», υπερβολικό. Θηλυκού γένους. Συνοδευόμενο από επιθετικό προσδιορισμό «μεγάλη», «έντονη», δηλώνει πλεονασμό.

- Ρε φίλε είδες τον Λάζο; Πήρε δεύτερη μηχανή που φυσάει
- Έλα ρε Κρις, έντονη τουματσιά, τι διάλο τη θέλει τη δεύτερη; Εμείς δεν έχουμε ούτε πρώτη...

Σχετικά: του ματς, τουματσισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified