Αυτός που σπάει τα νεύρα των άλλων σε σημείο εκνευρισμού, όπερ και το σπάσιμο (ή πρήξιμο) των αρχιδιών.
Με μια λέξη τον λες και εκνευριστικό, σπαστικό.
Αυτός που σπάει τα νεύρα των άλλων σε σημείο εκνευρισμού, όπερ και το σπάσιμο (ή πρήξιμο) των αρχιδιών.
Με μια λέξη τον λες και εκνευριστικό, σπαστικό.
Συνώνυμα: πουτσοσπάστης, σπασαρχίδης, σπάστης.
Got a better definition? Add it!