Θηλυκό εξαιρετικής ασχήμιας που η ακαλαισθησία της αγγίζει την γελοιότητα.

Ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη «μούντζα» που εκτός από τη γνωστή χειρονομία δηλώνει σπανιότερα το γυναικείο γεννητικό όργανο (βλ. μουνί) και τη λέξη «σχήμα» προερχόμενο απ το ιερατικό σχήμα, που όποιος το ακολουθήσει, υποχρεώνεται να φορά ιερατικά άμφια. Σε κάθε περίπτωση δηλώνει τη γυναίκα που είναι σαν να έχει ένα επιπλέον αιδοίο στο πρόσωπό της.

- Ωραίο μουνάκι η Λυδία... Της τον ρίχνω άνετα.
- Τι λες ρε μαλάκα! Προτιμώ την προγιαγιά μου απ' αυτή τη μουντζόσχημη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified