μουφρούζης, -α
Ο/η συνοφρυωμένος/-η που κάνει ναζάκια.
Είναι μουφρούζα σήμερα γιατί δεν τις κάναμε τα χατίρια.
μουφρούζης, -α
Ο/η συνοφρυωμένος/-η που κάνει ναζάκια.
Είναι μουφρούζα σήμερα γιατί δεν τις κάναμε τα χατίρια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η μύτη, κυρίως η μεγάλη.
-Πωπω! Κοίτα ένα γκονιώκο που έχει αυτή!
-Έχει μεγαλύτερη καμπούρα κι από καμήλα ο γκονιώκος του!
Got a better definition? Add it!
Published
Αυτός που καθυστερεί να κάνει κάτι. Ο κουσκουτεύων δηλαδή.
Είναι πολύ κουσκούτης αυτός, δεν πάει να φτιάξει τα δόντια του.
Σταμάτα να κουσκουτεύεις, θα αργήσουμε για την έξοδο μας.
Got a better definition? Add it!
Published
Ροή νερού από ψηλά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified