Το αουτσάιντερ που τη βγαίνει σα γενικός γαμάουα και κατατροπώνει τους γλειφτοσπασίκλες με τα κουστούμια και το καρέ μαλλάκι. Διαβασμένος, εμπεριστατωμένος, αγέρωχος - μιλάει και οι υπόλοιποι ανοίγουν βιβλία για να καταλάβουν τι λέει. Είναι ο μοναχικός καβαλάρης που εκδικείται για το λαό κάνοντας ακόμα και σκληρό σεξ σε όποιον/όποια του αντισταθεί.

- Πω, πω δεν του κουνήθηκε κανένας στη συνέλευση της πολυκατοικίας.
- Μεγάλος βαρουφάκ παιδί μου...

(από Khan, 03/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που, ενώ δεν επαγγέλεται, στην πραγματικότητα έχει σώμα, ντύσιμο και συμπεριφορά πορνοστάρ.

- Πω, πω ρε μαλάκα είδες τι μαγιό φοράει η Νεκταρία;
- Ναι τι βύζοι είναι αυτοί ρε Βασίλη. Μεγάλη πορνοστάρ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που γουστάρει γριές/γέρους.

- Ρε μαλάκα δες ποια γαμάει ο Μήτσος.
- Τι λες; Μεγάλος γεροντολάγνος αδερφάκι μου.

(από σφυρίζων, 03/03/15)(από σφυρίζων, 03/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεγάλος γαμιάς, αυτός που ξεσκίζει τα μουνιά.

- Σε πήδηξε ο Ρούλης μωρή;
- Αχ μεγάλος σκισομήτρας Βαρβάρα μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έντονη παρότρυνση του άντρα προς τη διστακτική γυναίκα να του πιάσει το πέος.

- Αχ Γιώργο μου δεν ξέρω... Ας το αφήσουμε καλύτερα.
- Τι ν' αφήσουμε ρε Γιώτα. Κράτα μωρή το σκήπτρο μη τα πάρω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified