Είναι η ελληνική παραλλαγή της ιστιοπλοΐας, μόδα της τελευταίας δεκαετίας. Άσπρα κόκκινα κίτρινα μπλε καραβάκια κατακλύζουν το Αιγαίο, ο σκίπερ συνήθως είναι βερμουδιάρης, το πλήρωμα μπουζουκογκόμενες ή εναλλακτικές καθώς και άλλοι βερμουδιάρηδες, τα χώνουν στις ψαροταβέρνες που την έχουν καταλάβει τη δουλειά και σερβίρουν, εννοείται, αστακομακαρονάδες -και το πανί σπανίως ανοίγει, πότε γιατί φυσά πολύ, πότε γιατί δεν φυσά καθόλου. Αγαπημένα τους μέρη τα ήσυχα κολπάκια στα οποία, προτού φύγουν για να επιστρέψουν στο Κλεινόν Άστυ ή όπου αλλού, αφήνουν τα σκουπίδια τους, τα σκατά τους, τις σαπουνάδες τους ή ό,τι άλλο έχουν ευχαρίστηση. Να με συχωρέσουν οι εξαιρέσεις.
- Πώς πήγε η ιστιοπλοΐα;
- Σκατά. Μόνο ιστιοπλοΐα δεν ήτανε. Πανί δεν άνοιξε δήθεν γιατί δεν φύσαγε αρκετά και η μηχανή έκαιγε τρεις μέρες συνέχεια, πεθάναμε από τη μπόχα και τον θόρυβο, οι γκόμενες ζαλίζονταν, ο μαλάκας ο Σάκης το στούκαρε σε ξέρα και μετά πληρώναμε όλοι μαζί τη ζημιά, το σκάφος αν δεν ήμουν εγώ θα έζεχνε από τη βρώμα, τί άλλο θέλεις, ιστιοφλωρία σου λέω, οι τύποι είναι ανίκανοι. Δεν ξαναπάω, αλλιώς μου τα είχαν πει...
- Όταν σ'τα έλεγα εγώ με έλεγες γρουσούζη. Αφού τους ξέρω ρε μαλάκα, πάντα έτσι τα κάνουν, δεν ακούς τη γριά πουτάνα...