Είναι τα θηλυκά lol πια βαριά από τα απλά lol μαζεμένα μαζί. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να εκφράσει την κατάσταση του παθόντα ύστερα από πολύ γέλιο, όπου χαχανίζει ακόμα ανά τακτά διαστήματα.

- Χιιχιχιχιχι... (παύση)... τοοον μαλάκα τι είπε... ΧΑ... (παύση) χχιχιχιιχ... χιχιχιχι (παύση)...
- Ρε μαλάκα. Ο Κώστας πέθανε στο γέλιο πριν και τώρα κάνει λόλες!

Βλ. και lol, λολ, lol-some, lol-οκαύτωμα, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified