μπέος (ο)
Εναλλακτική ονομασία για το «πέος». Χρησιμοποιείται ενίοτε λόγω αγνοίας, αλλά, κυρίως, προκειμένου να προσδώσει κύρος και αντριλίκι, αλλάζοντας το γένος του ουδέτερου και άχρωμου: «το πέος». Επιπλέον η χρήση του «μπ» αντί του «π» επιτείνει την ένταση των ανωτέρω (όπως λέμε ΜΠΑΟΚ).
Επίσης είναι πιθανό να προέρχεται από την (ευφωνική) μετατροπή του «ν» σε «μ» προ του «π» (στον πέο μου->στο μπέο μου). Τέλος, η (υφέρπουσα) αναφορά στον ομώνυμο πρόεδρο, του προσδίδει ένα επί πλέον βάρος.
Ό,τι και να του πω τα γράφει στο μπέο του!
Τα 'χω ρίξει όλα ένα μπέο.