Το «εν κατακλείδι», αποδομημένο δίκην αντίστροφου τουκανισμού και επαναδομημένο σλανγκική αδεία κατόπιν ισχυρού κατακαυκαλιδίου.

Μαμά: Ironick,
Κατά λάθος μπαμπάς: xalikoutis.

- καλά εγώ στην αρχή διάβαζα ξανά και ξανά «κατακαυλίδι» ... και ακόμα όταν το βλέπω, αυτό διαβάζω σε πρώτη φάση.
(Ironick, σχολιάζοντας το χαλικούτειο κατακαυκαλίδι)

- Εν κατακαυλείδι, άπαξ και ο προκληθείς τελικά καταφέρει να περάσει τον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα, θα βρεθεί εκεί απ' όπου ξεκίνησε, στην ανυποληψία, την ταλαιπωρία και τον εξευτελισμό.
(Perkins, εδώ)

- Εν κατακαυλείδι, τόσο ο όρος βλάχος όσο και ο όρος ντίσκο εννοούνται στην ευρύτατη δυνατή έννοια, σημαίνοντας ο μεν βλάχος τον τοπικισμό, η δε ντίσκο, κάποιο ξενόφερτο ή παγκοσμιοποιημένο άκουσμα.
(Khan, εκεί)

- ironick: αχ πόσο παιδεύτηκα πρωινιάτικα, διάβαζα και ξαναδιάβαζα το λήμμα λάθος, «μουνοκλανάκης» έβλεπα -κι ακόμα δεν μπορώ να συνηθίσω το σωστό...
- Vrastaman: Ορκίζομαι στο λόγο της αρρενωπής μου τιμής ότι ετοιμαζό-μουνα να αναρτήσω το ίδιο ακριβώς σχόλιο!!!!!!!
- ironick: εσύ μη μιλάς, μου έχεις κολλήσει το «εν κατακαυλείδι» και δε σου το σχωρνάω...
(σχόλια λήμματος μπουνακλάκης)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουλάχιστον. Προσδίδει γελοιότητα στο λόγο. Θεωρείται ίδιας συνομοταξίας με το «λουκλάνικο», το οποίο δράττομαι της ευκαιρίας να καταδικάσω ως κακόγουστη λέξη.

- Ψήνεσαι να βγούμε να πιούμε την ποτάρα μας;
- Άσε ρε, βαριέμαι. Πού να βγαίνουμε τώρα...
- Έλα μωρέ. Να πιούμε ένα ποτάκι τουλάστιχον...

Δες και Tούλα, χύσ' το! και αρκούδως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified