Με ήτα, όπως η «κληρωτίδα», κι όχι με έψιλον ιώτα, όπως η «κλειτορίδα».

  1. Από αυτούς που έχουν εντοπίσει όλη την τύχη τους στην κληρωτίδα του Τζόκερ ή του Λόττο παλιότερα, και την αντιμετωπίζουν ως μια γυναικεία θεότητα, έτοιμοι να την βρίσουν σε κάθε αναποδιά, κατά το πουτάνα μπάλα, πουτάνα τράπουλα κ.τ.ό.

  2. Το «κληρωτίδα» λέγεται ως ευφημισμός της σεξουαλικής πράξης, όταν δεν θέλουμε να μας καταλάβει κάποιος. Χαρακτηριστική έκφραση: «τα μπαλάκια του Τζόκερ στην κληρωτίδα / κλητωρίδα».

Ένα μόνο νούμερο ήθελα για το Τζακπότ κι αντί να βγάλει 36 έβγαλε 37 η κλητωρίδα!

(από Vrastaman, 19/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified