Παίζω το γνωστό παιχνίδι tichu. Χρησιμοποιείται από πορωμένους με το παιχνίδι κυρίως.

- Ρε Μήτσο, πάμε το απόγευμα να τιτσάρουμε σπίτι σου;
- Μέσα.
- Επειδή ο Αντρέας δεν τιτσάρει πια, πες της Ελένης και του Κώστα να έρθουν.
- Πάλι στο μαλάκα θα πω; Δεν ξέρει να τιτσάρει αυτός.
- Καλά, πες του Γιάννη.
- Μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως φάντη μπαστούνι, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία ονομάζουμε κάποιον που εμφανίζεται απροσδόκητα και ξαφνικά μπροστά μας και που συνήθως μας είναι ανεπιθύμητη η παρουσία του.

Ως συκοφάντη μπαστούνι, θεωρούμε κάποιον που, ενώ γνωρίζει επακριβώς την αλήθεια για κάποιο θέμα, από συμφέρον ή από προσωπικό βίτσιο, περιστασιακά ή σε μόνιμη βάση κατηγορεί κάποιον /-αν για ανυπόστατα πράγματα. Πολλοί εξ' αυτών το κάνουν με τρόπο ώστε να ξεγελούν ευκολότερα. Αυτοί είναι οι πιο επικίνδυνοι. Βεβαίως κάποια στιγμή θα αποκαλυφθεί ο ρόλος τους, ωστόσο όμως η ζημιά έχει γίνει. Γι 'αυτό και λειτουργούν σαν μπαστούνι, από τα προβλήματα που δημιουργούν (χαλούν φιλίες, συμφωνίες, κλπ).

Τους βλέπουμε παντού. Στις καθημερινές μας συναλλαγές, όπου ή θα συκοφαντήσουν κάποιον άμεσα, ή πλαγίως. Πολλές φορές έχουμε πιάσει κάποιον φίλο μας κάπως ψυχρό μαζί μας, χωρίς να μπορούμε να εξηγήσουμε μια τέτοια συμπεριφορά, μέχρι να μάθουμε πως κάποιος μας έχει συκοφαντήσει παρασκηνιακά.

Οι τύποι είναι περιζήτητοι στα δημοσιοκαφρικά παράθυρα γιατί, με τις φωτιές που ανάβουν, φουντώνει το κλίμα. Τότε ο δημοσιοκάφρος τεχνηέντως επεμβαίνει, τάχα μου τάχα μου για να συντονίσει την κατάσταση, κάνοντάς την όμως εσκεμμένα χειρότερη.

Πολλοί εξ αυτών συκοφαντούν ανεξαιρέτως διάφορους και διάφορους. Είναι παγγελματίες του είδους. Έτσι βοηθούν στην αύξηση της θεαματικότητας και στον εγκλωβισμό των μαζών, με στόχο την προώθηση ποικίλων μορφών συμφερόντων (διαφημιστικά έσοδα, προώθηση κάποιας πολιτικής γραμμής, κλπ), αφού, η πλειοψηφία των θεατών, αντί να προτιμά εποικοδομητικούς διαλόγους που προβληματίζουν, αφυπνίζουν και οδηγούν στην αλλαγή σκέπτεσθαι, προτιμούν τις οδούς του εύκολου εντυπωσιασμού.

- Δεν αντέχεται αυτή η κατάσταση με τους συκοφάντες μπαστούνια στα παράθυρα των ειδήσεων. Που λες, χθες στις ειδήσεις μπλά μπλα μπλα
- Ε αφού σε χαλάνε, όπως λες, γύρνα το γαμημένο το κανάλι.
- Μπα τέτοια ώρα είναι πανταχού παρόντες.
- Ε... βάλε dvd, κάνε σεξ, άκου Χριστοδουλόπουλο που σ' αρέσει. Σίγουρα έχεις πιο δημιουργικά πράγματα να κάνεις.

Δες κι εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με ήτα, όπως η «κληρωτίδα», κι όχι με έψιλον ιώτα, όπως η «κλειτορίδα».

  1. Από αυτούς που έχουν εντοπίσει όλη την τύχη τους στην κληρωτίδα του Τζόκερ ή του Λόττο παλιότερα, και την αντιμετωπίζουν ως μια γυναικεία θεότητα, έτοιμοι να την βρίσουν σε κάθε αναποδιά, κατά το πουτάνα μπάλα, πουτάνα τράπουλα κ.τ.ό.

  2. Το «κληρωτίδα» λέγεται ως ευφημισμός της σεξουαλικής πράξης, όταν δεν θέλουμε να μας καταλάβει κάποιος. Χαρακτηριστική έκφραση: «τα μπαλάκια του Τζόκερ στην κληρωτίδα / κλητωρίδα».

Ένα μόνο νούμερο ήθελα για το Τζακπότ κι αντί να βγάλει 36 έβγαλε 37 η κλητωρίδα!

(από Vrastaman, 19/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πράκτορας στοιχημάτων. Ο μπουκμέικερ, εκ του Αγγλικού bookmaker ή bookie.

Το γραφείο στοιχημάτων είναι, βέβαια, το στοιχηματοπωλείο - μαζί με τον Ιππόδρομο, αποτελεί το φυσικό περιβάλλον του αλογομούρη.

- Ο Χρηστάρας τα χώνει χοντρά στο στοίχημα ... και όχι μπασκλασαρίες πράματα, στο Ίντερνετ και τέτοια ... έχει τον προσωπικό του στοιχηματοπώλη στο Λονδίνο ... τον παίρνει τηλέφωνο και επενδύει ... κι απ' ό,τι μούλεγε παίρνει και άλλες αποδόσεις ... πολύ καλύτερες ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθεση των λέξεων play + παίξε. Έχει τη σημασία του «παίξε».

(Δύο φίλοι παίζουν σκάκι)

-Φίλε,αυτή η κίνηση θέλει πολλή σκέψη...
-Έλα μην αργείς. Πλέξε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στοιχηματικός όρος, η ισοπαλία σε ποδοσφαιρικό αγώνα.

- Ρε συ έπιασα πέντε χινάρια κι η βαζέλα μου σπάσε το δελτίο με τον Αστέρα
- Τι θες και παίζεις τους τσουρουκάδες ρε

Προφανώς από το «Χ», δες και χηνόπουλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified