Καινούριο ρήμα που σημαίνει κουράστηκα από κάτι ή κάποιον, ή να κάνω κάτι, ή δε μου αρέσει πια να κάνω κάτι, είμαι εξαντλημένος.

Έχει σχέση με τα ''αβγά'' του ανθρώπου, δηλαδή όταν λέμε αβγάστηκα εννοούμε πως κάτι ή κάποιος μας έχει πρήξει τ' αβγά (αρχίδια), μας έκανε να κουραστούμε κ.α.

...Ουυυφφφ ρε μαλάκα, αβγάστηκα απ' όλες τις ασκήσεις!!!

Τι ξεκωλιάρης που 'ναι αυτός ο Μανώλης!!! Αυγάστηκα απ'αυτόν!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified