Στην ποικιλία της Κεφαλονιάς είναι αυτός που έχει μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια του λόγω εξάντλησης.
Τον βαθουλοκαρυκιασμένο πήγε και παντρεύτηκε!
Στην ποικιλία της Κεφαλονιάς είναι αυτός που έχει μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια του λόγω εξάντλησης.
Τον βαθουλοκαρυκιασμένο πήγε και παντρεύτηκε!
Got a better definition? Add it!
Ήτοι δε λειτουργώ, δεν επικοινωνώ, δεν αλληλεπιδρώ με το περιβάλλον, δεν επικοινωνώ με τον αφαλό μου και λοιπά από την κούραση στη δουλειά, την εξάντληση από τα ψυχολογικά, το γονάτισμα από το "πρώτη φορά αριστερά τόσο δεξιά", από την πίεση, το γκρούψιμο και την ανάγκαση. Μπορεί να χαροπαλεύω κι όλα. Συνώνυμο του "δε dη bαλεύω", "δεν αντέχω" και γι'αυτό αφήστε με μόνο μου λίγο να ηρεμήσω, να σκεφτώ και να ανασυγκροτηθώ.Να μη συγχέεται με το έχω τη μέρα οφ, δηλαδή τη γκρικλιά για το έχω ρεπό, άρα έχω χεστεί απ'τη χαρά μου που την επόμενη δε θα χρειαστεί να κουνηθώ από το χάραμα - αλλά μια μέρα, τί να σου κάνει, κρατάει λίγο...
- Έλα ρε, Κώτσο, είσαι για κάνα άφτερ μετά; Θα'ναι και τ'άλλα τα παιδιά μαζί.
- Μη με κοιτάς, αφού είμαι οφ, ρε... Λέω να πάω να την πέσω...
Got a better definition? Add it!
Δηλώνει της ταλαιπωρίας τη φάση, καθώς και τον ταλαίπωρο (5ο παράδειγμα).
Got a better definition? Add it!
Σλανγκασίστ σφυρίζων: Πως λέμε νετάρω - θεώρησε το παραγγελιά :-) Από εδώ
Το νετάρω στην ναυτική ορολογία το βρίσκουμε με την έννοια του τελειώνω μιά δουλειά.
Μόλις νετάρουμε με το καλαφάτισμα του καϊκιού, θα πιάσουμε να μινιάρουμε. Τη μουράβια θα τη περάσουμε στο τέλος, λίγο πριν το ρίξουμε στη θάλασσα.
καλαφάτισμα: τοποθέτηση βαμβακερού κορδονιού στους αρμούς ξύλινου σκάφους για στεγανοποίηση.
μινιάρω: βάφω με μίνιο (υπόστρωμα για να "πιάσει" η μπογιά).
μουράβια: υφαλόχρωμα
Επίσης με την έννοια του ξεμπερδεύω κυριολεκτικά
Τι ρέματα ήτανε αυτά ρε φίλε! Το παραγάδι ήτανε όλο στριμένο, είδα κι έπαθα να το νετάρω.
και μεταφορικά
Πλάκωσε το λιμεναρχείο, δεν είχαμε και τις άδειες μαζί μας, πώς νετάραμε είναι θαύμα!
Τέλος το νετάρω χρησιμοποιείται και με την έννοια του εξαντλούμαι, που αναφέρεται σε κάθε είδους ασχολία, όχι κατ' ανάγκην ναυτική.
Ρε τί γυναίκα ηφαίστειο ήταν αυτή! Δε μ' άφησε να κοιμηθώ όλη νύχτα. Με νετάρισε!
Ετυμολογία: [βεν. netar -ω (ιταλ. [nettare])] από εδώ
Got a better definition? Add it!
Επιβάλλεται αναφορά στον ορισμό του λήμματος γαμιέμαι, στον οποίο το λήμμα περιλαμβάνεται ως υποπερίπτωση 8: "Εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταταλαιπωρούμαι από κάτι. Παθαίνω ζημιά. Συντρίβομαι ψυχολογικά." Το παρόν είναι αφιέρωμα στη συγκεκριμένη γραμματική μορφή: αόριστος και παρακείμενος.
Γαμήθηκα / έχω γαμηθεί στο: Υφίσταμαι, τώρα, στο παρόν, τις συνέπειες επαναλαμβανόμενης ή / και μεγάλης έντασης ενοχλητικής δραστηριότητας.
Παρά τον παρελθοντικό γραμματικό χρόνο, υπονοείται παροντική δραστηριότητα: το τρέχον δράμα της έντονης ανάμνησης που έχει χαραχτεί στη μνήμη, ενώ το τσούξιμο - ή η ηδονή - στο οποίο δεν γίνεται άμεση αναφορά, διαρκεί ακόμα.
Στην αρνητική εκδοχή εκφράζει μεταξύ άλλων την κούραση, την εγκαρτέρηση, την ανυπομονησία να τελειώσει το μαρτύριο, αλλά και την ελπίδα: η κατάσταση είναι παροδική, στο Παπουνάνε θα σημάνουν οι καμπάνες. Στη θετική ο άλλος κάθεται απλά και συνεχίζει να απολαμβάνει τον απόηχο του μεταφορικού οργασμού.
Συνώνυμα σλανγκ: η πιπεριά γαμήθηκε, γαμήθηκε το σύμπαν, γαμήθηκε ο Δίας.
Έχω γαμηθεί στη δουλειά για να φτάσω εδώ που βρίσκομαι τώρα, και δεν έχω φτάσει πολύ μακριά εδώ που τα λέμε. (αρνητικό - "Ο Τροπικός του Αιγόκερω", Henry Miller).
Αυτό το τελευταίο αποτέλεσε βέβαια το highlight ενός reward challenge από την Κόλαση, με τον κακομοίρη άχρηστο Chet να έχει γαμηθεί στο ξύλο, με το πρόσωπό του να κουτουλάει σε παγίδες, τον Joel να τον σέρνει μες στις λάσπες, ή να τον αναποδογυρίζει λόγω της δύναμης με την οποία υπερπηδούσε εμπόδια. (αρνητικό - survivor)
Άσε ρε μαλάκα,γαμήθηκα στο τρέξιμο σήμερα. Πριν καμιά ώρα έκατσα αλλά δεν βλέπω να με αφήνουν για πολύ. (αρνητικό)
σαν γα γαμήθηκα στη μάσα...γιγάντια η μερίδα μιλάμε (θετικό)
Ξανά sorry που χάθηκα. Εδώ είμαι, δεν πάω πουθενά. Ξεκίνησα κάτι νέο αυτή την περίοδο αλλά φυσικά δεν είναι αυτός ο λόγος που αραίωσα. Απλά έχω γαμηθεί στη δουλειά (κυριολεκτικά και μεταφορά στην προκειμένη περίπτωση κι όσοι πιάσατε το υπονοούμενο το πιάσατε). (αρνητικό και θετικό - εδώ.)
Γαμήθηκα στο γέλιο μόλις το είδα, δεν κρατήθηκα και το τράβηξα βίντεο, λείπουν κανα δυο λεπτά απ την αρχή. Απολαύστε υπεύθυνα. (θετικό)
- Που σκατα μενεις ρε μλκ, θεσσαλονίκη; εδω ουτε βροχή δεν έχει.
- μαρούσι γαμήθηκε στο χιόνι. (χμμμ θετικά αρνητικά όπως το πάρει κανείς)
Got a better definition? Add it!
Λιωσίδι, οι κυριότερες κατηγορίες:
Ανάδοχος εκ του δουπού: Γαλαδριήλ.
1. Στο σταθμό της Ομόνοιας μπήκε ένα λιωσίδι (καμμένος), που έστριβε σα τζέτλεμαν το τσιγάρο του, και έκατσε στην απέναντι απο εμένα τετράδα. Το λιωσίδι αυτό έμελλε να παίξει καίριο λόγο στην ιστορία μας. Αφού ξεκίνησε ο συρμός, άρχισα να τρώω ξανά το σαντουιτς μου, το οποίο πια είχε φτάσει στη μέση του. Τότε συνέβη το εξής.
2. Οι Wolf είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη, η καλύτερη Heavy/Power Metal μπάντα της προηγούμενης δεκαετίας. το δε Black Flame ο καλύτερος δίσκος του είδους. Ο αριθμός ακροάσεων του δίσκου είναι σε γελοία νούμερα, λιωσίδι κανονικό.
3. Αρνείσαι ότι είσαι λιωσίδι. Ναι σε σένα μιλάω, που όταν σου το λένε, πάντα έχεις μια φθηνή δικαιολογία του στιλ: «Τώρα μπήκα για να στείλω ένα μήνυμα». Όταν είσαι έξω, κάθεσαι όλη την ώρα με το κινητό στο χέρι και τσάκα τσούκα στη home screen να δεις (όλοι ξέρουμε τι..). Βγάλε τώρα το Facebook (fb) από home page στον browser σου, πάτα log out μετά από λίγο και μην μπαίνεις κάθε 10'. Μετά έλα να το αρνηθείς..
Got a better definition? Add it!
κατουμίζω, κατουμάω
Τοπικός ιδιωματισμός (Χίο και Κρήτη σίγουρα, αλλά πιθανόν σε όλο το Αιγαίο) που σημαίνει, με παίρνει ο ύπνος, κλείνουν τα μάτια μου από την κούραση.
Προέρχεται μάλλον από το «κάτω» (δλδ γέρνει το κεφάλι μου κάτω αφού από την κούραση δεν μπορώ να το κρατήσω όρθιο) και η κατάληξη προστέθηκε για να γίνει πιο εύηχο. Παραλλαγή του «κατουμίζω» είναι το «κατουμάω», που σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Συνήθως το «κατουμίζω» χρησιμοποιείται για το α' πρόσωπο, ενώ το «κατουμάω» στο β' και στο γ' πρόσωπο.
- Τι θα γίνει, θα πάμε κι αλλού;
- Πού να πάμε ρε κατεστραμένε; Αφού κατουμάς ολόκληρος.
- Γιατί δεν κλείνεις το μαγαζί να πάμε παρακάτω;
- Δεν γίνεται. Κατουμίζω...
Got a better definition? Add it!
Μπορεί να σημαίνει και κάποιο χαρτόσημό ή άλλο έγγραφο που ξεκωλωθήκαμε από υπηρεσία σε υπηρεσία για να το πάρουμε.
Το πήρα επιτέλους το ξεκωλόσημο και τελείωσα με την χαρτούρα. Άιντε τώρα να δούμε πότε θα βγει η σύνταξη.
Got a better definition? Add it!
Πέφτω σε βαθύ ύπνο.
Θα πάρω τα χάπια μου και θα φυτευτώ.
Πάλι φυτεμένη ήσουν και δεν απάνταγες το τηλέφωνο;
Got a better definition? Add it!
Η έκφραση χρησιμοποιείται για να εκφράσει ισοπέδωση, κατάρρευση, ξεπεσμό η και απειλή.
Μη μου κάνεις μαγκιές γιατί θα σε κάνω ένα με το χώμα.
Ο πύργος κατέρρευσε κι έγινε ένα με το χώμα.
Με τα ναρκωτικά που έμπλεξε ξέπεσε τελείως, έγινε ένα με το χώμα.
Got a better definition? Add it!