καραπαράκμα, παράκμα (η)
Καραπαράκμα είναι ο υπερθετικός της παράκμας, δηλαδή της παρακμής.
Είναι το μέρος κι οι συνθήκες που ζεί ο ανθρώπας ο οποίος, μαγκίτικῳ τῳ τρόπῳ, καλείται παράκμας.
Από τουίτη:
παρακμή, καραπαράκμα δεν ειναι 1η φορα αλλα παντα εκλαμβανεται σα να μην τρεχει τπτ
και κεί που είσαι στην παράκμα, σου ρχεται και η ταλαίπα. μη σου τύχει φίλη μου.
Στην Ολλανδία πάντως μ' εκείνα τα παλιά ποδήλατα πολύ παράκμα μου φάνηκαν οι Ολλανδοί... εμείς φαινόμαστε χαϊλίκι σκέτο μπροστά τους...
- Από καμάκια, σερβιτόροι. Τι παρακμή, μα τον Ξένιο Δία. Τον κανονικό, όχι αυτόν του κ. Δένδια.
- και τα καμάκια παράκμα ηταν αλλα ειχαν ενα στυλ τουλαχιστον
Ασίστ HODJAS:
"Επίσης, άπαιχτη η ημισκούμπρεια έκφραση «έφαγα παρακμή»..." HODJAS εδώ
Είσαι απ’ τη Brazil
Είμαι απ’ τα Ημί
Μπήκα μεσ’ το ζουμί
Μα έφαγα παρακμή