Μπουκλόνι, το - (πληθ): μπουκλόνια.
Πεολειχία, στοματικός έρως προσδιδόμενος προς άρρεν (από άρρεν ή θήλυ ή trans ή by ή bye-bye... δεν έχει σημασία).
Συντομογραφία του «τσιμπουκλόνι».
Συγγενής ρίζα με το «μπουκώνω»...
... και με πλακώνει σε κάτι μπουκλόνια το γκομενάκι φίλε... άσε !!!