Ο φαντάρος που ναι μεν εισήχθη στην γιωτομπαλέ κατηγορία (Ι3-Ι4), αλλά νιώθοντας ότι έτσι αποτελεί στόχο χλεύης και περιφρόνησης από τους υπόλοιπους, προσπαθεί μανιωδώς να αποτινάξει το στίγμα του γιωτά από πάνω του, επιδιώκοντας συμμετοχή και δείχνοντας ζήλο σε όλες τις δραστηριότητες (ασκήσεις, πορείες κ.τλ.). Διακαής του πόθος να αλλάξει η Σωματική Ικανότητα (κατά την διάρκεια της θητείας εννοείται).

- Ο Αντωνίου γιατί έρχεται στην πορεία ρε μαλάκα; Νομίζω του έβγαλε ο γιατρός χαρτί πως δεν κάνει να συμμετέχει σ'αυτά.
- Δεν το δείχνει ποτέ ρε φίλε. Ο τύπος είναι φουλ γιωτοκομάντο. Παλεύει να αλλάξει το Ι του εδώ και πόσο καιρό, αλλά χλωμό το κόβω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπάς που ο αχτύπητος συνδυασμός προσόντων και ικανοτήτων που διαθέτει (ζηλευτός από κάθε συνειδητό κι ευσυνείδητο στρατόκαυλο -κι όχι μόνον) δεν εξαντλείται στο να μη φορά βρακί και να ‘ναι φιτ.

Κάτι στο βλέμμα (δε μασώ τον μπούτσο μου), κάτι στον τόνο της φωνής (εγώ μια φορά μιλάω), στη στάση του σώματος (έτοιμος για όλα) φωνάζει πως το ‘χει το κομαντιλίκι στο αίμα του, ακόμη κι όταν χρόνια μετά, με άλλους σειράδες, θυμάται ιστορίες του στρατώνα χτυπώντας μπιρόνια που άνοιξε με το νύχι.

Προκαλεί αύξηση της σχετικής υγρασίας σε μουνώνες (αλλά και βιτσιόζους παντός είδους) μια και πείθει πως είναι ντούρασελ ακόμη και μετά από εξτρίμ καταστάσεις.

Ειρωνικά, συνώνυμο του πτωμάντο.

1.
Το λεπτό σημείο είναι ότι σε γενικές γραμμές ο ΣΞ έχει χαλαρώσει πολύ σε σχέση με το '80, π.χ., ενώ η ΠΑ ήταν από τότε καραπουτσαριό (λόγια ανθρώπων που υπηρέτησαν τότε), οπότε υπάρχει μια σχετική (και μόνο) σύγκλιση. Από εκεί και πέρα επειδή κανείς μας δεν είναι στρατόκαυλος και δεν έχει όρεξη να το παίζει κομαντερός και καλά, ας μην αρχίσουμε να συγκρίνουμε τις εκπαιδεύσεις (και κυρίως ως προς τον β' κύκλο εκπαίδευσης). Αλλά μην ακούω και παπαριές τώρα για ζόρια στην αεροπορία….

2.
-Ο Π. είναι στην πάνω φωτογραφία; Δεν τόξευρα ότι είχε υπερετήσει και ΟΥΚας! ΥΓ: Με ‘γειές το νέο στυλ! Ωραίον! -ΟΥΚας, ΟΥΦΟάς, αερομεταφερόμενος, αμφίβιος και τρελά κομαντερός καλέ μου Σ. (τρεις λιποθυμίες για κάθε μία ανάβαση λόφου).

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified