Πρόκειται για μια άκρως αμφιλεγόμενη λέξη: δεν πρόκειται ούτε για ρήμα, προφανώς ούτε για άρθρο, ουσιαστικό, επίθετο κ.τ.λ. Προέρχεται από την φράση «όχι, εντάξει, πλάκα έκανα / κάνω».

Η λέξη χρησιμοποιείται όταν, για κάποιο δικό μας λόγο, θέλουμε να πειράξουμε τον φίλο μας και όχι μόνο, αλλά με έναν διασκεδαστικό και ταυτόχρονα εκνευριστικό τρόπο.

Συχνά προφέρεται ως: «χοιντάάάάξ», «οϊντά» και «χόι» για τους βαρεμένους.

Όταν μετά από αυτή τη λέξη ακολουθεί «αλλά ναι» τότε όλη η φραση «χοιντάξ, αλλά ναι» δηλώνει το γνωστό «Πλάκα πλάκα όμως, είναι αλήθεια.»

- Έλα ρε Χρήστο, έμαθα ότι είσαι στο νοσοκομείο... Αεροπλάνο σε πήρε σβάρνα;;; χοιντάάξ...

ή

- Άσε με μωρέ Μήτσο να πούμε... η ξινή, η ηλίθια... δεν θα της ξαναμιλήσω ποτέ... χοιντάαξ... αλλά ναι. Σιγά μη της στειλω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη πασπαρτού που την χρησιμοποιούμε σε διάφορες καταστάσεις:

  • Όταν θέλουμε να δείξουμε οτι βαριόμαστε. (παράδειγμα 1)
  • Όταν θέλουμε να περιγράψουμε την κατάσταση κάποιου που είτε είναι χαβαλές ή πιωμένος και γενικά δε την πολυπαλεύει. (παράδειγμα 2)
  • Όταν θέλουμε να δείξουμε απαξίωση για κάποιο ζήτημα. (παράδειγμα 3)
  • Όταν δεν έχουμε τι άλλο να πούμε (παράδειγμα 4)

    Ενδεχομένως να έχει σχέση με το αρνητικό μόριο «μπα».

  1. - Πάμε για 'κανα σουβλάκι;
    - Μπάουα ρε... (Συνοδεύεται από χαμήλωμα του κάτω βλεφάρου με το δάκτυλο)

  2. - Ο Σάκης δε την παλεύει μία! Είναι τελείως μπάουα!

  3. - Ο Νίκος πήρε Playstation 3!
    - Μπάουα. Χέστηκα κιόλας.

  4. - Μπάουααααα...
    - Ε;;
    - Τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified