Selected tags

Further tags

Κατά αντιστοιχία του αγγλικού Foo Bar

Χρησιμοποιούνται ως λέξεις που καταλαμβάνουν χώρο άλλων λέξεων, που δεν γνωρίζουμε, κυρίως σε συμφραζόμενα σχετικά με πληροφορική.

...μετονόμασε το αρχείο σε κοκό λαλά τελεία exe για να μπορείς να το τρέξεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του ό,τι νά 'ναι, λέγεται κατά την αποφώνηση σκληρά σουρεαλιστικής ατάκας. Ο ποιητής θέλει να πει ότι δεν έχεις λόγο για να πεις κάτι τέτοιο, ότι αυτό που λες δεν υπάρχει.

- Ρε συ, έχεις φωτογραφική εσύ στο κινητό σου;
- Όχι, έχω στην κιθάρα μου.
- Χωρίς λόγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούφκα λέγεται η πορδή στη Μακεδονία, αλλά και η μπούρδα που ξεφεύγει απ' το έρκος των οδόντων, πιθανόν δε και το ψέμα. (εδώ).

Αμόλησι την πούφκα τ' κι νόμισι οτι δεν καταλάβνισκα.

Έχω την εντύπωση οτι πούφκα λένε και το μανιτάρι αλεποπορδή. Στη φάση της ωρίμανσής του, από την κορυφή του θαλλού εξέρχεται πρασινοκίτρινη σκόνη με τη μορφή σύννεφου -εικόνα που είναι και γαμώ τα οπτικοακουστικά μήδια για το πέρδεσθαι- εξ ου και το επιστημονικό όνομα Lycoperdon (της τάξης των λυκοπερδωδών, βεβαίως- βεβαίως).
αλεποπορδή
Σημείωση: Το παράδειγμα απηχεί μνήμες μου και επιβεβαιώθηκε από ηλικιωμένο συγγενή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουρδολογία, παπαρολογία, ουτιδανολογία. Επίσης, η υστερόβουλη παραφιλολογία για ένα ζήτημα.

Ενδεχομένως από το «παπαρολογία», με αντικατάσταση του παπαριού με μπανάνα.

  1. Από εδώ:
    σε λίγο θα αρχίσουν και οι του Ατρομήτου να ψάχνουν πότε έπαιξαν καλή μπάλα και θα αρχισούν τις μπανανολογίες ότι παίζαμε διαστημικά, εμεις και η Μαντσεστερ κ.α
  2. Από εδώ:
    Καιρός λοιπόν πια να σταματήσει η γνωστή καραμέλα με τους «εσχατολάγνους», τα «δεκανίκια» και όλη την γνωστή μπανανολογία που θυμίζει ΚΚΕ και τα γνωστά περί «ιμπεριαλιστικών, καπιταλιστικών, προτεράτων, δικτατορίες προλεταρίου», γιατί κουράζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ενέργειες ενός τζέι.

Ωχ ο Δημήτρης άρχισε τα τζέικα (δλδ άρχισε τις βλακείες ή άρχισε να πουλάει μούρη ή να πουλάει λεζάντα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπακαλιάροι αποκαλούνται οι κλισεδιάρικες, προκάτ, ξύλινες και βαρύγδουπες πλην κενές περιεχομένου μπούρδες και κοινοτοπίες που ορισμένοι δημοσιοκάφροι, πολιτικοί κ.ά. άντρηδοι, πούστηδοι και καραγκιόζηδοι τραβάν από το οπλοστάσιό τους για να καλύψουν την λεξιπενία και ασχετοσύνη τους.

Ξεκίνησε ως ραδιοφωνική σλανγκιά, καθώς πολλές ραδιοπερσόνες μπακαλιαρίζουν στον αέρα όταν πρέπει να καλύψουν ραδιοφωνικό χρόνο αλλά δεν έχουν κάτι ουσιαστικό να πουν.

Πού κολλάει όμως ο συμπαθής κατά τα λοιπά βακαλάος; Ίσως στο ότι δεν είναι φρέσκος και διατηρείται παστός στο ράφι μέχρι να ανατρέξουμε σε αυτόν.

1.
Ο Στέφανος Κασιμάτης υπογράφει ένα άρθρο στην Καθημερινή με τίτλο: «Χρήσιμοι ηλίθιοι και εμετικοί «μπακαλιάροι» αλλά σίγουρα το άρθρο αυτό το εμπνεύστηκε....από τον εαυτό του και τα δικά του πεπραγμένα στη δημοσιογραφία, άλλωστε πάντα κινείται στους «εμετικούς μπακαλιάρους»

2.
Πρόκειται, δηλαδή, για διατυπώσεις αποφθεγματικού ύφους, των οποίων ο γλοιώδης στόμφος προκαλεί κάτι ανάμεσα σε οίκτο και αηδία. (Αυτό, ωστόσο, δεν στερεί το μάλλον παρεξηγημένο είδος των «μπακαλιάρων» από την πρακτική χρησιμότητά τους - εγώ, π.χ., τους καταγράφω σε μια ατζέντα για ώρα ανάγκης και τους διαβάζω όταν χρειάζομαι επειγόντως πλύση στομάχου...) Εξοχο δείγμα του είδους ήταν το «τουίτ», με το οποίο ο ογκόλιθος της Ροδόπης Ευριπίδης Στυλιανίδης παρενέβη στην τελευταία ενδοκυβερνητική διένεξη σχετικά με τον επιμερισμό των ευθυνών για όσα μας έφεραν στην χρεοκοπία: «τ. πρωθυπουργοί που με τα ΝΑΙ τους στιγμάτισαν (sic) την σύγχρονη ιστορία, μιλούν για ηγέτες που με τα ΟΧΙ τους έγραψαν Ιστορία».

  1. Παραδείγματα δημοσιογραφικών και μη μπακαλιάρων παρατίθενται στον ορισμό και τα σχόλια τση ξύλινης γλώσσα.

Μπακαλιάρος μπακαλιαρίζει (από σφυρίζων, 11/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση έχει διπλή σημασία.

  1. Την λέμε ειρωνικά όταν κάποιος προσποιείται τον ανήξερο ή το παίζει «τρελός».

  2. Για τους φτωχούς της Ελληνικής γλώσσας, με το ελάχιστο λεξιλόγιο. Η σωτήρια φράση που εξηγεί τα πάντα.

  1. Τι λες ρε φίλε, το παίζεις αούα κι έτσι…

  2. Άπαιχτη η γκόμενα, έχει ένα κορμί αούα κι έτσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τρίχες απ' τα κάκαλα, των όρχεων. Ποντιακή διάλεκτος.
Κοινώς μπούρδες, μαλακίες, παπαριές.

- Υπομονή, η ανάπτυξη θα 'ρθει το 2013.
- Κακαλί μαλλία, πούτσες, ούτε το 2023 δε θα 'ρθει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση ισοδύναμη της αρχίδια μάντολες, ασήμαντα πράγματα, τρίχες.

- Περιμένεις τίποτα από τον Γιωργάκη;
- Μπομπόλια μάντολες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...as in λες ρίλες.

Βγαίνει απ' την έκφραση «ψωλές απο γορίλες».

Παρόμοια με το πούτσες μπλε και παπάρια με λουλούδια.

- Πώς ήταν η ταινία ρε μαλάκα;
- Ρίλες, ρε φίλε, σκατά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified