Κάνω τουμπεκί ή τουμπεκί ψιλοκομμένο ή τουμπέκα = κάνω μόκο, το βουλώνω, σκάω.
(Μάλλον τουρκικής προέλευσης).
- Μπάμπη μου, να πάρουμε και τζατζίκι; - Σούλα, κάνε τουμπέκα. Θα παραγγείλω εγώ.
Got a better definition? Add it!
Published 2006-09-01 01:57:58+00:00 Last modified 2015-05-08 17:47:27+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.