Ο πρεζάκιας, ο τοξικοεξαρτημένος, εκ του πρεζαίος -> ζαίος (κομμέ) -> ζέουλο (υποκοριστικό).

Γέμισε ζέουλα το πάρκο.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πρεζάκιας εκ του: πρεζαίος -> ζαίος (στα κομμέ) -> ζαίουλο (υποκοριστικό).

Πιάσε ένα ζαίουλο στη γωνία, αραχτό και λάιτ!

Got a better definition? Add it!

Published