Ο πρεζάκιας, ο τοξικοεξαρτημένος, εκ του πρεζαίος -> ζαίος (κομμέ) -> ζέουλο (υποκοριστικό).
Γέμισε ζέουλα το πάρκο.
Got a better definition? Add it!
Published 2025-08-28 08:04:48+00:00
Ο πρεζάκιας εκ του: πρεζαίος -> ζαίος (στα κομμέ) -> ζαίουλο (υποκοριστικό).
Πιάσε ένα ζαίουλο στη γωνία, αραχτό και λάιτ!
Published 2025-08-28 07:36:47+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.